καθαράν

καθαράν
καθαρά̱ν , καθαρός
physically clean
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καθαρᾶν — καθαρός physically clean masc/fem gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… …   Dictionary of Greek

  • σκαφείο — το / σκαφεῑον, ΝΑ εργαλείο για σκάψιμο, σκαπάνη, αξίνα αρχ. 1. κοίλο σφαιρικό κάτοπτρο με το οποίο άναβαν το ιερό πυρ οι Εστιάδες παρθένες από τις ηλιακές ακτίνες («ἀνάπτοντας ἀπὸ τοῡ ἡλίου φλόγα καθαρὰν... ἐξάπτουσι δὲ μάλιστα τοῑς σκαφείοις»,… …   Dictionary of Greek

  • σπορά — Η γεωργική εργασία της τοποθέτησης του σπόρου στο οργωμένο έδαφος. Παλιότερα γινόταν με το χέρι και, ανάλογα με το είδος της καλλιέργειας, οι σπόροι ή διασκορπίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις ή τοποθετούνταν σε αυλακιές. Σήμερα, εξαιτίας της… …   Dictionary of Greek

  • Ψαλμοί — Ποιητικές συνθέσεις που αποτελούν το Ψαλτήριο και στις οποίες η διδασκαλία της Παλαιάς Διαθήκης εκφράζεται υπό μορφή προσευχής. Ο χριστιανισμός άντλησε ευρύτατα από τους Ψ. στοιχεία για τις προσευχές. Η κριτική (Χέρμαν Γκούνκελ) διακρίνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”